Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το Μάτι - Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ


«Το Μάτι» του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ το δανείστηκα από το ηλεκτρονικό αναγνωστήριο της εθνικής βιβλιοθήκης Σάββατο απόγευμα. Το ξεκίνησα Σάββατο βράδυ και το ολοκλήρωσα Κυριακή απόγευμα. 152 σελίδες όλες και όλες, μαζί με την εισαγωγή και το επίμετρο. Πρόκειται όμως για ένα τεράστιο βιβλίο.

Ομολογώ πως καταπιάνομαι πρώτη φορά με τον Ναμπόκοφ και σίγουρα δε θα είναι η τελευταία. Βέβαια, πριν γράψω την ανάρτηση αυτή αναρωτήθηκα αν θα έπρεπε να το κάνω. Δεν είμαι «διαβασμένη» στο κεφάλαιο Ναμπόκοφ, δεν είμαι μυημένη στο έργο του. Μήπως προσπαθώ να καταπιαστώ με κάτι πολύ πάνω από εμένα; Αποφάσισα να το δοκιμάσω.


Η έκδοση του Μεταιχμίου είναι φροντισμένη και ευχάριστη (στα μεγάλα βιβλιοπωλεία φαίνεται να είναι εξαντλημένο, το βιβλιοnet λέει πως κυκλοφορεί). Στην αρχή του βιβλίου υπάρχει εισαγωγή που γράφεται από τον ίδιο τον συγγραφέα, μία εισαγωγή εξαιρετικά κατατοπιστική σχετικά με τον τίτλο του μυθιστορήματος – ο ίδιος ο Ναμπόκοφ το κατατάσσει στα μυθιστορήματα – με τους ήρωες του έργου, το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της ιστορίας αλλά και τις προθέσεις του. Όπως μας πληροφορεί στην εν λόγω εισαγωγή «Το θέμα στο Μάτι είναι μια έρευνα που οδηγεί τον πρωταγωνιστή μέσα από έναν κυκεώνα από καθρέφτες στη συγχώνευση δίδυμων ιδεών.». Δηλαδή;

Άρχισα να διαβάζω το μυθιστόρημα, το οποίο έρρεε ευχάριστα και γρήγορα. Η γλώσσα του κειμένου είναι εντυπωσιακή – κάτι που οφείλεται βέβαια και στον μεταφραστή – και υποθέτω πως προσιδιάζει στο ύφος του πρωτότυπου κειμένου. Μετά από πολύ καιρό εντόπισα σε κείμενο λέξεις που είτε δεν είχα ξανασυναντήσει και χρειάστηκε να αναζητήσω είτε είχα συναντήσει ελάχιστες φορές. Λέξεις όπως εωθινός, αγχίνοια, κλασαυχενιστής, ενύπνιο, πίλος, χειρόκτιο.

Βασικός ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο Σμίροφ και παρακολουθούμε ένα κομμάτι της ζωής του. Το παρακολουθούμε μέσα από τη δική του ματιά, ενώ είναι και ο ίδιος θεατής. Σταδιακά αντιλαμβανόμαστε πως ο αφηγητής είναι ο πρωταγωνιστής και μιλά για τον εαυτό του σα να είναι κάποιος τρίτος. Και κάπως έτσι αρχίζει να γίνεται σύνθετο το θέμα. Ο Σμίροφ πολύ νωρίς παραιτείται από τη ζωή του και αρχίζει να την βιώνει είτε ως ένα τίποτα είτε μέσα από τις φαντασιώσεις του. Περιφέρεται χωρίς να προσπαθεί, χωρίς να αναλαμβάνει καμία ευθύνη, χωρίς να αποτρέπει τον εαυτό του ακόμη και από πράξεις ανήθικες.

Όλα καλά ως εδώ, όμως λίγο μετά το μέσον του μυθιστορήματος άρχισα να προβληματίζομαι. Ποιοι είναι οι καθρέφτες; Ποιες είναι οι δίδυμες ιδέες που θα συγχωνευτούν; Είχα υποψίες, ο συγγραφέας άλλωστε μας κλείνει το μάτι αρκετές φορές, αλλά τίποτα ξεκάθαρο. Συνέχισα να διαβάζω. Εξάλλου το έργο είναι σύντομο και αργά ή γρήγορα θα δινόταν η λύση. Πράγματι δόθηκε από τον ίδιο τον συγγραφέα στο τελευταίο κεφάλαιο. Και εγένετο φως! «Συνειδητοποίησα πως η μόνη ευτυχία στον κόσμο είναι το να παρατηρείς, να κατασκοπεύεις, να παρακολουθείς, να περιεργάζεσαι τον εαυτό σου και τους άλλους, να μην είσαι παρά ένας οφθαλμός, ένα μεγάλο, κάπως υαλώδες, κάπως κόκκινο και ερεθισμένο, ορθάνοιχτο μάτι» αναφέρει, μεταξύ άλλων, στο τέλος, δικαιολογώντας έτσι και τον τίτλο του.

Έφτασα εντυπωσιασμένη στο Επίμετρο που υπογράφει ο μεταφραστής, Γιώργος-Ίκαρος Μπαραρμπασάκης, και το οποίο ξεκινά ως εξής: «Βέβαια, ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ διόλου δεν κουραζόταν να επαναλαμβάνει πως τα έργα του δεν είναι παρά περίπλοκοι γρίφοι, λαβυρινθώδη αινίγματα, που συνθέτει και λύνει ο ίδιος, συνδυάζοντας ατέρμονα το τερπνό με το ακόμα πιο τερπνό και μειδιώντας στη θέα του συνοφρυωμένου κριτικού ή του αμήχανου αναγνώστη.». «Το Μάτι» ήταν όντως ένας περίπλοκος γρίφος και πράγματι πέρασα από την αμηχανία στον προβληματισμό. Το ολοκλήρωσα και άρχισα να το διαβάζω στα πεταχτά από την αρχή, αφού συνειδητοποίησα πως είναι απίστευτος ο τρόπος που η ιστορία του λειτουργεί σε ένα δεύτερο επίπεδο.

Εντούτοις, θα προσπαθήσω να μην προϊδεάσω άλλο τον υποψήφιο αναγνώστη του βιβλίου, γι’ αυτό δε θα πω περισσότερα, παρόλο που θα το ήθελα. Θα παραθέσω μόνο μία πρόταση πάλι από το επίμετρο «Ο Σμίροφ άλλος είναι, άλλος νομίζει ότι είναι και άλλος θέλει να είναι». Θα έλεγα λοιπόν πως ο Ναμπόκοφ στο έργο του αυτό θίγει ένα ζήτημα σημαντικό και πολυσύνθετο. Μιλά για την αυτοεικόνα μας, μιλά για την περσόνα που δημιουργούμε και προβάλλουμε στους άλλους, μιλά για τις προβολές μας στον άνθρωπο που έχουμε απέναντί μας και τελικά μιλά για την αλλοτρίωση. Άλλωστε, πόσες φορές δε φτιάξαμε μία εικόνα για τον εαυτό μας της οποίας τελικά υπήρξαμε θύμα; Πόσες φορές φτάσαμε να πιστεύουμε όλα αυτά για τα οποία προσπαθούμε να πείσουμε τους άλλους πως είμαστε; Πόσες φορές θυμώσαμε επειδή είδαμε στους άλλους τον εαυτό μας; Πόσες φορές αισθανθήκαμε πως είμαστε θεατές στην ίδια τη ζωή μας;


Το Μάτι | Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ | εκδόσεις Μεταίχμιο


Αν θέλετε να ενημερώνεστε για τις καινούργιες αναρτήσεις του blog μπορείτε να ακολουθήσετε/κάνετε like στη σελίδα Λογοτεχνία παντού στο facebook!

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τελικά πόσο γρήγορα μπορούμε να διαβάσουμε;

Τελικά πόσο γρήγορα μπορούμε να διαβάσουμε; Πόσες φορές έχουμε αναρωτηθεί πώς είναι δυνατόν κάποιοι να διαβάζουν τόσα βιβλία; Πόσες φορές έχουμε ρωτήσει φίλους βιβλιόφιλους  «Μα καλά πόσο γρήγορα διαβάζεις;». Μήπως εγώ διαβάζω αργά; Μήπως θα μπορούσα να διαβάζω πιο γρήγορα; Τις τελευταίες μέρες παρακολουθώ ένα διαδικτυακό σεμινάριο με θέμα Learning how to learn . Μία από τις πολλές παραμέτρους που θίγει είναι αυτή της ταχύτητας ανάγνωσης. Όλο αυτό οδήγησε βεβαίως σε δαιδαλώδεις αναζητήσεις. Άρθρα, μελέτες και πολλές διαφορετικές προσωπικές απόψεις που συνέθεσαν μία πολυδιάστατη απάντηση. Αρχικά είναι σημαντικό να κατανοήσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το μάτι. Θα προσπαθήσω να πω με απλά λόγια όσα κατάλαβα. Σύμφωνα με όσα διάβασα λοιπόν, το μάτι προκειμένου να διαβάσει, θα πρέπει να σταματήσει σε ένα μέρος του κειμένου, είναι σαν να κάνει μικρά άλματα από συλλαβή σε συλλαβή, από λέξη σε λέξη και ένα μεγάλο άλμα όταν αλλάζει σειρά. Αφού το μάτι κάνει κάμποσα μικρ...

Ο φάρος - Άλισον Μουρ

Ο Φάρος , η νουβέλα τ ης Άλισον Μουρ, διαβάζεται γρήγορα, χωρίς να σε κουράζει, χωρίς να σε κάνει να σκέφτεσαι που το πάει, χωρίς να θες να προσπεράσεις κομμάτια. Είναι τόσο όσο, και αυτό κατά τη γνώμη μου είναι τεράστιο προτέρημα για ένα λογοτεχνικό κείμενο.   Ο πρωταγωνιστής, ο κύριος Φουθ, έχει μόλις χωρίσει από τη σύζυγό του και αποφασίζει να κάνει ξανά το ταξίδι που είχε κάνει με τους γονείς του, πριν η μητέρα του τους εγκαταλείψει, αυτόν και τον πατέρα του. Πρόκειται για έναν χαρακτήρα ήπιο, άχρωμο, που κανείς δε θυμάται και μάλλον δε θα λείψει και σε κανέναν. Ένα χαρακτήρα που γνωρίζουμε μέσα από την άποψη και τις αντιδράσεις των άλλων, μιας και ο ίδιος φαντάζει ανίσχυρος, σα μια ευθεία γραμμή. Έχοντας διανύσει ήδη την τέταρτη δεκαετία της ζωής του, παλεύει ακόμη με τις αναμνήσεις του φευγιού της μάνας του, με την χαμένη του αυτοεκτίμηση, με τις εμμονές και τις φοβίες του. Άλλωστε τελειώνει ποτέ η πάλη αυτή; Σε δεύτερο πλάνο η Έστερ, εξίσου μόνη, εξίσου κακοποιημένη, άπιστη...