Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Σκοτεινό νερό - Νικόλα Πουλιέζε

Το Σκοτεινό νερό του Νικόλα Πουλιέζε είναι το μοναδικό βιβλίο που μόλις το τελείωσα το ξανάπιασα από την αρχή, και αυτό διότι ήθελα να δω πιο ολοκληρωμένα τον τρόπο με τον οποίο είναι δομημένο. Ένα βιβλίο που με «έχασε» με τον πρόλογό του, αλλά με «κέρδισε» ξανά, σταδιακά μέχρι το τέλος του.


Όλη η υπόθεση του βιβλίου περιστρέφεται γύρω από τέσσερις ημέρες βροχής στη Νάπολη. Τέσσερις μέρες που επηρεάζουν τη ζωή και την ψυχοσύνθεση των κατοίκων της, οι οποίοι περιμένουν να συμβεί κάτι συγκλονιστικό. Δεν υπάρχει πλοκή, μην περιμένετε να βρείτε σε αυτό μία ολοκληρωμένη ιστορία. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει ένα ορόσημο χρονικό, η αρχή και το τέλος της βροχής. Δε μπορώ να πω με βεβαιότητα αν υπάρχει πρωταγωνιστής, ο πρόλογος υποδεικνύει ότι αυτός είναι ο Αντρεόλι Κάρλο, το ίδιο και το γεγονός πως η ιστορία του επανέρχεται ανάμεσα στις άλλες ιστορίες, όμως το βιβλίο απαρτίζεται από μία σειρά ιστοριών με διαφορετικούς ήρωες. Μοιάζει σχεδόν με συρραφή διηγημάτων που έχουν όμως μεταξύ τους κοινά στοιχεία, διαδραματίζονται τις ημέρες της βροχής, στη Νάπολη, διαπνέονται από αγωνία, οι ήρωές τους είναι κακόκεφοι και μάλλον απαισιόδοξοι, επηρεασμένοι από τον καιρό, περιμένουν αυτό που θα συμβεί. Είναι ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα, όπως σημειώνει η μεταφράστρια στο επίμετρο.

Ένας παντογνώστης αφηγητής μας παραθέτει τις ιστορίες αυτές μέσα από τον εσωτερικό του μονόλογο. Ένας αφηγητής που γνωρίζει όλες τις μύχιες σκέψεις των ηρώων των ιστοριών αυτών, τον φόβο τους, τη χαρά τους, τη θλίψη τους, την αγωνία τους. Ο λόγος του είναι μακροπερίοδος, γεμάτος λυρικές εξάρσεις. Σε αρκετά σημεία γίνεται έντονα ποιητικός και ονειρικός. Ο ρεαλισμός δίνει τη θέση του σε κάποια σημεία στον μαγικό ρεαλισμό. Η σκέψη του ξετυλίγεται συνειρμικά. Οι άνθρωποι στέκονται και περιμένουν ή κάνουν καθημερινές δουλειές και παράλληλα η σκέψη τους τρέχει σε όσα τους προβληματίζουν, σε όσα τους πληγώνουν, σε όσα τους κάνουν να αισθάνονται ευάλωτοι. Έχουν επηρεαστεί από τη βροχή και το αντιλαμβάνονται μερικές φορές και οι ίδιοι. Παρ’ όλα αυτά, το συναίσθημα κυριαρχεί και συνεχίζουν να πιστεύουν πως κάτι πρόκειται να συμβεί.

Οι ήρωες του Πουλιέζε άλλωστε είναι άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, που παλεύουν για να ζήσουν, θέλουν μια ζωή καλύτερη, αναρωτιούνται πώς έφτασε η ζωή τους στο σημείο αυτό, πώς θα μπορούσαν να την αλλάξουν. Είναι άνθρωποι στους οποίους βρίσκουμε κομμάτια του εαυτού μας. Άλλωστε, όλοι μας δεν επηρεαζόμαστε, δεν ανησυχούμε, δεν αγωνιούμε, δε φοβόμαστε; Ο Πουλιέζε σε ολόκληρο το βιβλίο του περιγράφει την αγωνία και τον φόβο των ανθρώπων, το άγχος για το άγνωστο, το σκοτεινό, το ανείπωτο και κατ’ επέκταση το άγχος του θανάτου.

Έχω την εντύπωση ότι διαγράφουμε κύκλους, ναι, γυρνάμε ξανά και ξανά στο ίδιο σημείο, επιστρέφουμε και ξαναφεύγουμε χωρίς να μετακινούμαστε ποτέ, ίσως θα ήταν η ώρα να πούμε, φτάνει, αγαπητοί κύριοι, δεν παίζω άλλο αυτό το παιχνίδι, όμως πώς θα πεις κάτι τέτοιο; Φαίνεται πως όλοι αυτό το παιχνίδι παίζουν, όλοι, εσύ γιατί να διαφέρεις; Ποιος θα μπορούσε να μας δώσει τη δύναμη να είμαστε διαφορετικοί; Και ύστερα, θα τα καταφέρουμε στ’ αλήθεια;

Εκτός από πολυφωνικό όμως, το μυθιστόρημα αυτό είναι και πολυεπίπεδο. Ο ίδιος δεν ξεχνά τη δημοσιογραφική του ιδιότητα και οι αναφορές στην τοπική διοίκηση και στη γραφειοκρατία είναι έντονες και καταγγελτικές. Αναδεικνύει την ανοησία, την ανικανότητα και την υποκρισία των αρχών. Παράλληλα, καταγράφει και προσπαθεί να ερμηνεύσει γεγονότα, χωρίς όμως να δίνει πραγματικά απάντηση.

Θα έλεγα, λοιπόν, πως πρόκειται για ένα βιβλίο ιδιαίτερο και σίγουρα άξιο προσοχής. Ένα βιβλίο, που μέσα από το γκρίζο του και την απαισιοδοξία του, στο τέλος σου θυμίζει πως όλα περνούν, η βροχή σταματά και ο ήλιος βγαίνει ξανά.

 

Νικόλα Πουλιέζε | Σκοτεινό νερό | μετάφραση Ευαγγελία Γιάννου | εκδόσεις Loggia

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τελικά πόσο γρήγορα μπορούμε να διαβάσουμε;

Τελικά πόσο γρήγορα μπορούμε να διαβάσουμε; Πόσες φορές έχουμε αναρωτηθεί πώς είναι δυνατόν κάποιοι να διαβάζουν τόσα βιβλία; Πόσες φορές έχουμε ρωτήσει φίλους βιβλιόφιλους  «Μα καλά πόσο γρήγορα διαβάζεις;». Μήπως εγώ διαβάζω αργά; Μήπως θα μπορούσα να διαβάζω πιο γρήγορα; Τις τελευταίες μέρες παρακολουθώ ένα διαδικτυακό σεμινάριο με θέμα Learning how to learn . Μία από τις πολλές παραμέτρους που θίγει είναι αυτή της ταχύτητας ανάγνωσης. Όλο αυτό οδήγησε βεβαίως σε δαιδαλώδεις αναζητήσεις. Άρθρα, μελέτες και πολλές διαφορετικές προσωπικές απόψεις που συνέθεσαν μία πολυδιάστατη απάντηση. Αρχικά είναι σημαντικό να κατανοήσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το μάτι. Θα προσπαθήσω να πω με απλά λόγια όσα κατάλαβα. Σύμφωνα με όσα διάβασα λοιπόν, το μάτι προκειμένου να διαβάσει, θα πρέπει να σταματήσει σε ένα μέρος του κειμένου, είναι σαν να κάνει μικρά άλματα από συλλαβή σε συλλαβή, από λέξη σε λέξη και ένα μεγάλο άλμα όταν αλλάζει σειρά. Αφού το μάτι κάνει κάμποσα μικρ...

Ο φάρος - Άλισον Μουρ

Ο Φάρος , η νουβέλα τ ης Άλισον Μουρ, διαβάζεται γρήγορα, χωρίς να σε κουράζει, χωρίς να σε κάνει να σκέφτεσαι που το πάει, χωρίς να θες να προσπεράσεις κομμάτια. Είναι τόσο όσο, και αυτό κατά τη γνώμη μου είναι τεράστιο προτέρημα για ένα λογοτεχνικό κείμενο.   Ο πρωταγωνιστής, ο κύριος Φουθ, έχει μόλις χωρίσει από τη σύζυγό του και αποφασίζει να κάνει ξανά το ταξίδι που είχε κάνει με τους γονείς του, πριν η μητέρα του τους εγκαταλείψει, αυτόν και τον πατέρα του. Πρόκειται για έναν χαρακτήρα ήπιο, άχρωμο, που κανείς δε θυμάται και μάλλον δε θα λείψει και σε κανέναν. Ένα χαρακτήρα που γνωρίζουμε μέσα από την άποψη και τις αντιδράσεις των άλλων, μιας και ο ίδιος φαντάζει ανίσχυρος, σα μια ευθεία γραμμή. Έχοντας διανύσει ήδη την τέταρτη δεκαετία της ζωής του, παλεύει ακόμη με τις αναμνήσεις του φευγιού της μάνας του, με την χαμένη του αυτοεκτίμηση, με τις εμμονές και τις φοβίες του. Άλλωστε τελειώνει ποτέ η πάλη αυτή; Σε δεύτερο πλάνο η Έστερ, εξίσου μόνη, εξίσου κακοποιημένη, άπιστη...

Το Μάτι - Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ

«Το Μάτι» του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ το δανείστηκα από το ηλεκτρονικό αναγνωστήριο της εθνικής βιβλιοθήκης Σάββατο απόγευμα. Το ξεκίνησα Σάββατο βράδυ και το ολοκλήρωσα Κυριακή απόγευμα. 152 σελίδες όλες και όλες, μαζί με την εισαγωγή και το επίμετρο. Πρόκειται όμως για ένα τεράστιο βιβλίο. Ομολογώ πως καταπιάνομαι πρώτη φορά με τον Ναμπόκοφ και σίγουρα δε θα είναι η τελευταία. Βέβαια, πριν γράψω την ανάρτηση αυτή αναρωτήθηκα αν θα έπρεπε να το κάνω. Δεν είμαι «διαβασμένη» στο κεφάλαιο Ναμπόκοφ, δεν είμαι μυημένη στο έργο του. Μήπως προσπαθώ να καταπιαστώ με κάτι πολύ πάνω από εμένα; Αποφάσισα να το δοκιμάσω. Η έκδοση του Μεταιχμίου είναι φροντισμένη και ευχάριστη (στα μεγάλα βιβλιοπωλεία φαίνεται να είναι εξαντλημένο, το βιβλιο net λέει πως κυκλοφορεί). Στην αρχή του βιβλίου υπάρχει εισαγωγή που γράφεται από τον ίδιο τον συγγραφέα, μία εισαγωγή εξαιρετικά κατατοπιστική σχετικά με τον τίτλο του μυθιστορήματος – ο ίδιος ο Ναμπόκοφ το κατατάσσει στα μυθιστορήματα – με τους ήρωες του έργ...