Ο Φάρος , η νουβέλα τ ης Άλισον Μουρ, διαβάζεται γρήγορα, χωρίς να σε κουράζει, χωρίς να σε κάνει να σκέφτεσαι που το πάει, χωρίς να θες να προσπεράσεις κομμάτια. Είναι τόσο όσο, και αυτό κατά τη γνώμη μου είναι τεράστιο προτέρημα για ένα λογοτεχνικό κείμενο. Ο πρωταγωνιστής, ο κύριος Φουθ, έχει μόλις χωρίσει από τη σύζυγό του και αποφασίζει να κάνει ξανά το ταξίδι που είχε κάνει με τους γονείς του, πριν η μητέρα του τους εγκαταλείψει, αυτόν και τον πατέρα του. Πρόκειται για έναν χαρακτήρα ήπιο, άχρωμο, που κανείς δε θυμάται και μάλλον δε θα λείψει και σε κανέναν. Ένα χαρακτήρα που γνωρίζουμε μέσα από την άποψη και τις αντιδράσεις των άλλων, μιας και ο ίδιος φαντάζει ανίσχυρος, σα μια ευθεία γραμμή. Έχοντας διανύσει ήδη την τέταρτη δεκαετία της ζωής του, παλεύει ακόμη με τις αναμνήσεις του φευγιού της μάνας του, με την χαμένη του αυτοεκτίμηση, με τις εμμονές και τις φοβίες του. Άλλωστε τελειώνει ποτέ η πάλη αυτή; Σε δεύτερο πλάνο η Έστερ, εξίσου μόνη, εξίσου κακοποιημένη, άπιστη και
Είναι δύσκολο να ξεφύγεις από το παρελθόν σου. Αυτό σκεφτόμουν διαβάζοντας το βιβλίο του Χρίστου Κυθρεώτη. Και το διάβασα μέσα σε 3 μέρες, χωρίς να πιεστώ, χωρίς να σκεφτώ στιγμή ότι θα προσπεράσω κάποιο κομμάτι του επειδή βαρέθηκα ή επειδή ένιωσα ότι περιττεύει. Ακολούθησα τον ήρωα αρχικά σαν ένας αόρατος παρατηρητής μέσα στη σκέψη του, αργότερα σα να ήμουν ο ίδιος ο ήρωας. Τον ακολούθησα στους δρόμους της Αθήνας. Έκανα εικόνα τις διαδρομές του. Ταυτίστηκα με τη σκέψη του και το συναίσθημά του. Ίσως επειδή μένουμε σε κοντινές γειτονιές, ίσως επειδή είμαστε στην ίδια ηλικία περίπου. Έφτασα να θεωρώ πως είναι υπαρκτό πρόσωπο και πως κάπου στη συμβολή Αλεξάνδρας με Ιπποκράτους μπορεί και να τον πετύχω. Ο αφηγητής και ήρωας του έργου σου δίνει πρόσβαση ακόμη και στις πιο μύχιες σκέψεις του. Εστιάζει εσωτερικά και σου περιγράφει τη μέρα του, λεπτό προς λεπτό. Μέσα από αυτή τη μία μέρα βέβαια και τις δεκάδες αναδρομές καταφέρνει να σου πει για όλη τη ζωή του ή τουλάχιστον για όλα εκείν