Ο Φάρος, η νουβέλα της Άλισον Μουρ, διαβάζεται γρήγορα, χωρίς να σε κουράζει, χωρίς να σε κάνει να σκέφτεσαι που το πάει, χωρίς να θες να προσπεράσεις κομμάτια. Είναι τόσο όσο, και αυτό κατά τη γνώμη μου είναι τεράστιο προτέρημα για ένα λογοτεχνικό κείμενο.
Ο πρωταγωνιστής, ο κύριος Φουθ, έχει μόλις χωρίσει από τη σύζυγό του και αποφασίζει να κάνει ξανά το ταξίδι που είχε κάνει με τους γονείς του, πριν η μητέρα του τους εγκαταλείψει, αυτόν και τον πατέρα του.
Πρόκειται για έναν χαρακτήρα ήπιο, άχρωμο, που κανείς δε θυμάται και μάλλον δε θα λείψει και σε κανέναν. Ένα χαρακτήρα που γνωρίζουμε μέσα από την άποψη και τις αντιδράσεις των άλλων, μιας και ο ίδιος φαντάζει ανίσχυρος, σα μια ευθεία γραμμή. Έχοντας διανύσει ήδη την τέταρτη δεκαετία της ζωής του, παλεύει ακόμη με τις αναμνήσεις του φευγιού της μάνας του, με την χαμένη του αυτοεκτίμηση, με τις εμμονές και τις φοβίες του. Άλλωστε τελειώνει ποτέ η πάλη αυτή;
Σε δεύτερο πλάνο η Έστερ, εξίσου μόνη, εξίσου κακοποιημένη, άπιστη και δυστυχής. Οι δρόμοι τους ενώνονται και η συνάντηση αυτή αποδεικνύεται τόσο τυχαία, όσο και καθοριστική. Μοιράζονται την ίδια εμμονή.
Πρόκειται για ένα έργο σκληρό και μελαγχολικό, όπως επισημαίνει και η Αθηνά Δημητριάδου στο επίμετρο. Ξεκινά ήπια και σταδιακά κορυφώνεται, ενώ το τέλος δεν εκφράζεται ξεκάθαρα, αλλά δίνεται μέσα από σαφείς
ενδείξεις. Είναι όμως και ένα κείμενο γεμάτο σύμβολα. Ο φάρος, οι νυχτοπεταλούδες, εμφανίζονται ξανά και ξανά μέσα στο κείμενο, δυο σύμβολα που σχετίζονται με το σκοτάδι και το φως. Όσο το διάβαζα ο συνειρμός έμοιαζε σχεδόν αναπόφευκτος, ο ήρωας είναι μάλλον το ίδιο άχρωμος και ίσως ενοχλητικός για τους γύρω του όσο οι νυχτοπεταλούδες. Αναζητά αγωνιωδώς το φως αλλά ολόκληρη η ζωή του μέχρι στιγμής πέρασε στο σκοτάδι. Ακόμη και το ξενοδοχείο Χελχάουζ, που επιλέγει ως πρώτο σταθμό των διακοπών του και που στα γερμανικά σημαίνει λουσμένο στο φως, καταλήγει σε ένα χώρο δυστυχίας και σκοτεινιάς.
Ο Φάρος | Άλισον Μουρ | μετάφραση Αθηνά Δημητριάδου | εκδ. Ίκαρος
* Ο φάρος της φωτογραφίας ονομάζεται Χιλιομίλι, βρίσκεται στη Σκάρφεια Φθιώτιδας και ονομάστηκε έτσι επειδή απέχει χίλια μίλια από την Κωνσταντινούπολη. Λειτούργησε για πρώτη φορά το 1890, ενώ μέχρι και πριν λίγες δεκαετίες έμενε εκεί ο φαροφύλακας και η οικογένειά του.